- ερεβίνθειος
- -α, -ο (Α ἐρεβίνθειος, -ον) [ερέβινθος]ο κατασκευασμένος από ρεβίθιαρχ.παροιμ. «ἐρεβίνθειος Διόνυσος» — λέγεται γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά αξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρεβίνθεια — ἐρεβίνθειος of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)